Jump to content

ανάδρομος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek ἀνάδρομος (anádromos), from ἀνά (aná, up) + δρόμος (drómos, running).

Adjective

[edit]

ανάδρομος (anádromosm (feminine ανάδρομη, neuter ανάδρομο)

  1. backwards going backwards
  2. anticlockwise (UK), counterclockwise (US)
  3. (zoology) anadromous, returning (of salmon, etc)

Declension

[edit]
Declension of ανάδρομος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάδρομος (anádromos) ανάδρομη (anádromi) ανάδρομο (anádromo) ανάδρομοι (anádromoi) ανάδρομες (anádromes) ανάδρομα (anádroma)
genitive ανάδρομου (anádromou) ανάδρομης (anádromis) ανάδρομου (anádromou) ανάδρομων (anádromon) ανάδρομων (anádromon) ανάδρομων (anádromon)
accusative ανάδρομο (anádromo) ανάδρομη (anádromi) ανάδρομο (anádromo) ανάδρομους (anádromous) ανάδρομες (anádromes) ανάδρομα (anádroma)
vocative ανάδρομε (anádrome) ανάδρομη (anádromi) ανάδρομο (anádromo) ανάδρομοι (anádromoi) ανάδρομες (anádromes) ανάδρομα (anádroma)
[edit]