Jump to content

αναγνωρίσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναγνωρίσιμος (anagnorísimosm (feminine αναγνωρίσιμη, neuter αναγνωρίσιμο)

  1. recognisable (UK), recognizable (US)

Declension

[edit]
Declension of αναγνωρίσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγνωρίσιμος (anagnorísimos) αναγνωρίσιμη (anagnorísimi) αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) αναγνωρίσιμοι (anagnorísimoi) αναγνωρίσιμες (anagnorísimes) αναγνωρίσιμα (anagnorísima)
genitive αναγνωρίσιμου (anagnorísimou) αναγνωρίσιμης (anagnorísimis) αναγνωρίσιμου (anagnorísimou) αναγνωρίσιμων (anagnorísimon) αναγνωρίσιμων (anagnorísimon) αναγνωρίσιμων (anagnorísimon)
accusative αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) αναγνωρίσιμη (anagnorísimi) αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) αναγνωρίσιμους (anagnorísimous) αναγνωρίσιμες (anagnorísimes) αναγνωρίσιμα (anagnorísima)
vocative αναγνωρίσιμε (anagnorísime) αναγνωρίσιμη (anagnorísimi) αναγνωρίσιμο (anagnorísimo) αναγνωρίσιμοι (anagnorísimoi) αναγνωρίσιμες (anagnorísimes) αναγνωρίσιμα (anagnorísima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνωρίσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωρίσιμος, etc.)

Coordinate terms

[edit]
[edit]