Jump to content

αναγεννησιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.ʝe.ni.si.aˈkos/
  • Hyphenation: α‧να‧γεν‧νη‧σι‧α‧κός

Adjective

[edit]

αναγεννησιακός (anagennisiakósm (feminine αναγεννησιακή, neuter αναγεννησιακό)

  1. Renaissance

Declension

[edit]
Declension of αναγεννησιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγεννησιακός (anagennisiakós) αναγεννησιακή (anagennisiakí) αναγεννησιακό (anagennisiakó) αναγεννησιακοί (anagennisiakoí) αναγεννησιακές (anagennisiakés) αναγεννησιακά (anagennisiaká)
genitive αναγεννησιακού (anagennisiakoú) αναγεννησιακής (anagennisiakís) αναγεννησιακού (anagennisiakoú) αναγεννησιακών (anagennisiakón) αναγεννησιακών (anagennisiakón) αναγεννησιακών (anagennisiakón)
accusative αναγεννησιακό (anagennisiakó) αναγεννησιακή (anagennisiakí) αναγεννησιακό (anagennisiakó) αναγεννησιακούς (anagennisiakoús) αναγεννησιακές (anagennisiakés) αναγεννησιακά (anagennisiaká)
vocative αναγεννησιακέ (anagennisiaké) αναγεννησιακή (anagennisiakí) αναγεννησιακό (anagennisiakó) αναγεννησιακοί (anagennisiakoí) αναγεννησιακές (anagennisiakés) αναγεννησιακά (anagennisiaká)
[edit]