Αναγέννηση
Jump to navigation
Jump to search
See also: αναγέννηση
Greek
[edit]Proper noun
[edit]Αναγέννηση • (Anagénnisi) f
Declension
[edit] Αναγέννηση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | Αναγέννηση • | |
genitive | Αναγέννησης • | |
accusative | Αναγέννηση • | |
vocative | Αναγέννηση • | |
Older or formal genitive singular: Αναγεννήσεως • |
Related terms
[edit]- αναγεννησιακή τέχνη f (anagennisiakí téchni, “Renaissance style, Renaissance art”)
Related terms
[edit]- αναγεννησιακός (anagennisiakós, “Renaissance”) (adjective)
Further reading
[edit]- Αναγεννησιακή τέχνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el