Jump to content

αναβάτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναβάτρια (anavátriaf (plural αναβάτριες, masculine αναβάτης)

  1. rider, horsewoman
  2. climber
    αναβάτριες των Άλπεων (alpine climbers)

Declension

[edit]
Declension of αναβάτρια
singular plural
nominative αναβάτρια (anavátria) αναβάτριες (anavátries)
genitive αναβάτριας (anavátrias) αναβατριών (anavatrión)
accusative αναβάτρια (anavátria) αναβάτριες (anavátries)
vocative αναβάτρια (anavátria) αναβάτριες (anavátries)

Synonyms

[edit]