Jump to content

ανίατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανίατος (aníatosm (feminine ανίατη, neuter ανίατο)

  1. incurable, cureless (of a disease)
    Synonyms: αγιάτρευτος (agiátreftos), αθεράπευτος (atherápeftos)
    Antonym: ιάσιμος (iásimos)

Declension

[edit]
Declension of ανίατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανίατος (aníatos) ανίατη (aníati) ανίατο (aníato) ανίατοι (aníatoi) ανίατες (aníates) ανίατα (aníata)
genitive ανίατου (aníatou) ανίατης (aníatis) ανίατου (aníatou) ανίατων (aníaton) ανίατων (aníaton) ανίατων (aníaton)
accusative ανίατο (aníato) ανίατη (aníati) ανίατο (aníato) ανίατους (aníatous) ανίατες (aníates) ανίατα (aníata)
vocative ανίατε (aníate) ανίατη (aníati) ανίατο (aníato) ανίατοι (aníatoi) ανίατες (aníates) ανίατα (aníata)
[edit]