Jump to content

αθεράπευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αθεράπευτος (atherápeftosm (feminine αθεράπευτη, neuter αθεράπευτο)

  1. incurable, cureless
  2. uncured
  3. (figuratively) incurable, confirmed, hopeless

Declension

[edit]
Declension of αθεράπευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθεράπευτος (atherápeftos) αθεράπευτη (atherápefti) αθεράπευτο (atherápefto) αθεράπευτοι (atherápeftoi) αθεράπευτες (atherápeftes) αθεράπευτα (atherápefta)
genitive αθεράπευτου (atherápeftou) αθεράπευτης (atherápeftis) αθεράπευτου (atherápeftou) αθεράπευτων (atherápefton) αθεράπευτων (atherápefton) αθεράπευτων (atherápefton)
accusative αθεράπευτο (atherápefto) αθεράπευτη (atherápefti) αθεράπευτο (atherápefto) αθεράπευτους (atherápeftous) αθεράπευτες (atherápeftes) αθεράπευτα (atherápefta)
vocative αθεράπευτε (atherápefte) αθεράπευτη (atherápefti) αθεράπευτο (atherápefto) αθεράπευτοι (atherápeftoi) αθεράπευτες (atherápeftes) αθεράπευτα (atherápefta)

Synonyms

[edit]
[edit]