Jump to content

ανήστευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανήστευτος (anísteftosm (feminine ανήστευτη, neuter ανήστευτο)

  1. (Eastern Orthodoxy) (food) permitted whilst fasting

Declension

[edit]
Declension of ανήστευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανήστευτος (anísteftos) ανήστευτη (anístefti) ανήστευτο (anístefto) ανήστευτοι (anísteftoi) ανήστευτες (anísteftes) ανήστευτα (anístefta)
genitive ανήστευτου (anísteftou) ανήστευτης (anísteftis) ανήστευτου (anísteftou) ανήστευτων (anístefton) ανήστευτων (anístefton) ανήστευτων (anístefton)
accusative ανήστευτο (anístefto) ανήστευτη (anístefti) ανήστευτο (anístefto) ανήστευτους (anísteftous) ανήστευτες (anísteftes) ανήστευτα (anístefta)
vocative ανήστευτε (anístefte) ανήστευτη (anístefti) ανήστευτο (anístefto) ανήστευτοι (anísteftoi) ανήστευτες (anísteftes) ανήστευτα (anístefta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήστευτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήστευτος, etc.)

[edit]