ανήστευτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανήστευτος • (anísteftos) m (feminine ανήστευτη, neuter ανήστευτο)
- (Eastern Orthodoxy) (food) permitted whilst fasting
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανήστευτος (anísteftos) | ανήστευτη (anístefti) | ανήστευτο (anístefto) | ανήστευτοι (anísteftoi) | ανήστευτες (anísteftes) | ανήστευτα (anístefta) | |
genitive | ανήστευτου (anísteftou) | ανήστευτης (anísteftis) | ανήστευτου (anísteftou) | ανήστευτων (anístefton) | ανήστευτων (anístefton) | ανήστευτων (anístefton) | |
accusative | ανήστευτο (anístefto) | ανήστευτη (anístefti) | ανήστευτο (anístefto) | ανήστευτους (anísteftous) | ανήστευτες (anísteftes) | ανήστευτα (anístefta) | |
vocative | ανήστευτε (anístefte) | ανήστευτη (anístefti) | ανήστευτο (anístefto) | ανήστευτοι (anísteftoi) | ανήστευτες (anísteftes) | ανήστευτα (anístefta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήστευτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήστευτος, etc.)
Related terms
[edit]- see: νηστεύω (nistévo, “to fast”)