Jump to content

ανήμπορος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈnim.bo.ɾos/
  • Hyphenation: α‧νήμ‧πο‧ρος

Adjective

[edit]

ανήμπορος (anímporosm (feminine ανήμπορη, neuter ανήμπορο)

  1. poorly, groggy, seedy, indisposed

Declension

[edit]
Declension of ανήμπορος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανήμπορος (anímporos) ανήμπορη (anímpori) ανήμπορο (anímporo) ανήμποροι (anímporoi) ανήμπορες (anímpores) ανήμπορα (anímpora)
genitive ανήμπορου (anímporou) ανήμπορης (anímporis) ανήμπορου (anímporou) ανήμπορων (anímporon) ανήμπορων (anímporon) ανήμπορων (anímporon)
accusative ανήμπορο (anímporo) ανήμπορη (anímpori) ανήμπορο (anímporo) ανήμπορους (anímporous) ανήμπορες (anímpores) ανήμπορα (anímpora)
vocative ανήμπορε (anímpore) ανήμπορη (anímpori) ανήμπορο (anímporo) ανήμποροι (anímporoi) ανήμπορες (anímpores) ανήμπορα (anímpora)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανήμπορος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανήμπορος, etc.)

[edit]