Jump to content

ανημποριά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.nim.boɾˈʝa/
  • Hyphenation: α‧νη‧μπο‧ριά

Noun

[edit]

ανημποριά (animporiáf (plural ανημποριές)

  1. Informal form of ανημπόρια (animpória).

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανημποριά (animporiá) ανημποριές (animporiés)
genitive ανημποριάς (animporiás) ανημποριών (animporión)
accusative ανημποριά (animporiá) ανημποριές (animporiés)
vocative ανημποριά (animporiá) ανημποριές (animporiés)