Jump to content

ανάχωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανάχωμα (anáchoman (plural αναχώματα)

  1. embankment, bank
  2. mound

Declension

[edit]
Declension of ανάχωμα
singular plural
nominative ανάχωμα (anáchoma) αναχώματα (anachómata)
genitive αναχώματος (anachómatos) αναχωμάτων (anachomáton)
accusative ανάχωμα (anáchoma) αναχώματα (anachómata)
vocative ανάχωμα (anáchoma) αναχώματα (anachómata)
[edit]