Jump to content

ανάπτυγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek πτύγμα (ptúgma, folding).

Noun

[edit]

ανάπτυγμα (anáptygman (plural αναπτύγματα)

  1. expansion, development, growth

Declension

[edit]
Declension of ανάπτυγμα
singular plural
nominative ανάπτυγμα (anáptygma) αναπτύγματα (anaptýgmata)
genitive αναπτύγματος (anaptýgmatos) αναπτυγμάτων (anaptygmáton)
accusative ανάπτυγμα (anáptygma) αναπτύγματα (anaptýgmata)
vocative ανάπτυγμα (anáptygma) αναπτύγματα (anaptýgmata)