Jump to content

ανάμειχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάμειχτος (anámeichtosm (feminine ανάμειχτη, neuter ανάμειχτο)

  1. Rare form of ανάμεικτος (anámeiktos).

Declension

[edit]
Declension of ανάμειχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάμειχτος (anámeichtos) ανάμειχτη (anámeichti) ανάμειχτο (anámeichto) ανάμειχτοι (anámeichtoi) ανάμειχτες (anámeichtes) ανάμειχτα (anámeichta)
genitive ανάμειχτου (anámeichtou) ανάμειχτης (anámeichtis) ανάμειχτου (anámeichtou) ανάμειχτων (anámeichton) ανάμειχτων (anámeichton) ανάμειχτων (anámeichton)
accusative ανάμειχτο (anámeichto) ανάμειχτη (anámeichti) ανάμειχτο (anámeichto) ανάμειχτους (anámeichtous) ανάμειχτες (anámeichtes) ανάμειχτα (anámeichta)
vocative ανάμειχτε (anámeichte) ανάμειχτη (anámeichti) ανάμειχτο (anámeichto) ανάμειχτοι (anámeichtoi) ανάμειχτες (anámeichtes) ανάμειχτα (anámeichta)