ανάμειχτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάμειχτος (anámeichtosm (feminine ανάμειχτη, neuter ανάμειχτο)

  1. Rare form of ανάμεικτος (anámeiktos).

Declension

[edit]