Jump to content

ανάλαφρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάλαφρος (análafrosm (feminine ανάλαφρη, neuter ανάλαφρο)

  1. light, lightweight, lightsome, airy, ethereal

Declension

[edit]
Declension of ανάλαφρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάλαφρος (análafros) ανάλαφρη (análafri) ανάλαφρο (análafro) ανάλαφροι (análafroi) ανάλαφρες (análafres) ανάλαφρα (análafra)
genitive ανάλαφρου (análafrou) ανάλαφρης (análafris) ανάλαφρου (análafrou) ανάλαφρων (análafron) ανάλαφρων (análafron) ανάλαφρων (análafron)
accusative ανάλαφρο (análafro) ανάλαφρη (análafri) ανάλαφρο (análafro) ανάλαφρους (análafrous) ανάλαφρες (análafres) ανάλαφρα (análafra)
vocative ανάλαφρε (análafre) ανάλαφρη (análafri) ανάλαφρο (análafro) ανάλαφροι (análafroi) ανάλαφρες (análafres) ανάλαφρα (análafra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάλαφρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάλαφρος, etc.)

Synonyms

[edit]