Jump to content

ανάερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάερος (anáerosm (feminine ανάερη, neuter ανάερο)

  1. airy, ethereal, light, lightweight
  2. in the air, hovering

Declension

[edit]
Declension of ανάερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάερος (anáeros) ανάερη (anáeri) ανάερο (anáero) ανάεροι (anáeroi) ανάερες (anáeres) ανάερα (anáera)
genitive ανάερου (anáerou) ανάερης (anáeris) ανάερου (anáerou) ανάερων (anáeron) ανάερων (anáeron) ανάερων (anáeron)
accusative ανάερο (anáero) ανάερη (anáeri) ανάερο (anáero) ανάερους (anáerous) ανάερες (anáeres) ανάερα (anáera)
vocative ανάερε (anáere) ανάερη (anáeri) ανάερο (anáero) ανάεροι (anáeroi) ανάερες (anáeres) ανάερα (anáera)

Synonyms

[edit]
[edit]