Jump to content

ανάγλυφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάγλυφος (anáglyfosm (feminine ανάγλυφη, neuter ανάγλυφο)

  1. (geography) relief
    ο ανάγλυφος χάρτης της Ελλάδας.o anáglyfos chártis tis Elládas.the relief map of Greece.
  2. in relief
  3. vivid

Declension

[edit]
Declension of ανάγλυφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάγλυφος (anáglyfos) ανάγλυφη (anáglyfi) ανάγλυφο (anáglyfo) ανάγλυφοι (anáglyfoi) ανάγλυφες (anáglyfes) ανάγλυφα (anáglyfa)
genitive ανάγλυφου (anáglyfou) ανάγλυφης (anáglyfis) ανάγλυφου (anáglyfou) ανάγλυφων (anáglyfon) ανάγλυφων (anáglyfon) ανάγλυφων (anáglyfon)
accusative ανάγλυφο (anáglyfo) ανάγλυφη (anáglyfi) ανάγλυφο (anáglyfo) ανάγλυφους (anáglyfous) ανάγλυφες (anáglyfes) ανάγλυφα (anáglyfa)
vocative ανάγλυφε (anáglyfe) ανάγλυφη (anáglyfi) ανάγλυφο (anáglyfo) ανάγλυφοι (anáglyfoi) ανάγλυφες (anáglyfes) ανάγλυφα (anáglyfa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάγλυφος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάγλυφος, etc.)

[edit]