ανάβροχος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανάβροχος • (anávrochos) m (feminine ανάβροχη, neuter ανάβροχο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανάβροχος (anávrochos) | ανάβροχη (anávrochi) | ανάβροχο (anávrocho) | ανάβροχοι (anávrochoi) | ανάβροχες (anávroches) | ανάβροχα (anávrocha) | |
genitive | ανάβροχου (anávrochou) | ανάβροχης (anávrochis) | ανάβροχου (anávrochou) | ανάβροχων (anávrochon) | ανάβροχων (anávrochon) | ανάβροχων (anávrochon) | |
accusative | ανάβροχο (anávrocho) | ανάβροχη (anávrochi) | ανάβροχο (anávrocho) | ανάβροχους (anávrochous) | ανάβροχες (anávroches) | ανάβροχα (anávrocha) | |
vocative | ανάβροχε (anávroche) | ανάβροχη (anávrochi) | ανάβροχο (anávrocho) | ανάβροχοι (anávrochoi) | ανάβροχες (anávroches) | ανάβροχα (anávrocha) |
Synonyms
[edit]- see: άβροχος (ávrochos)