From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /aɱ.fi.sviˈto/
Hyphenation: αμ‧φι‧σβη‧τώ
αμφισβητώ • (amfisvitó ) (past αμφισβήτησα , passive αμφισβητούμαι , p‑past αμφισβητήθηκα , ppp αμφισβητημένος )
to doubt
to dispute , contest , question
αμφισβητώ , αμφισβητούμαι / αμφισβητιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αμφισβητώ
αμφισβητήσω
αμφισβητούμαι - αμφισβητιέμαι 1
αμφισβητηθώ
2 sg
αμφισβητείς
αμφισβητήσεις
αμφισβητείσαι - αμφισβητιέσαι
αμφισβητηθείς
3 sg
αμφισβητεί
αμφισβητήσει
αμφισβητείται - αμφισβητιέται
αμφισβητηθεί
1 pl
αμφισβητούμε
αμφισβητήσουμε , [-ομε ]
αμφισβητούμαστε - αμφισβητιόμαστε
αμφισβητηθούμε
2 pl
αμφισβητείτε
αμφισβητήσετε
αμφισβητείστε - αμφισβητιέστε , αμφισβητιόσαστε
αμφισβητηθείτε
3 pl
αμφισβητούν (ε )
αμφισβητήσουν (ε )
αμφισβητούνται - αμφισβητιούνται , αμφισβητιόνται
αμφισβητηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αμφισβητούσα
αμφισβήτησα
[αμφισβητούμουν (α )] - αμφισβητιόμουν (α )1
αμφισβητήθηκα
2 sg
αμφισβητούσες
αμφισβήτησες
[αμφισβητούσουν (α )] - αμφισβητιόσουν (α )
αμφισβητήθηκες
3 sg
αμφισβητούσε
αμφισβήτησε
αμφισβητούνταν , {αμφισβητείτο } - αμφισβητιόταν (ε )
αμφισβητήθηκε
1 pl
αμφισβητούσαμε
αμφισβητήσαμε
αμφισβητούμασταν , (‑ούμαστε ) - αμφισβητιόμασταν , (‑ιόμαστε )
αμφισβητηθήκαμε
2 pl
αμφισβητούσατε
αμφισβητήσατε
[αμφισβητούσασταν , (‑ούσαστε )] - αμφισβητιόσασταν , (‑ιόσαστε )
αμφισβητηθήκατε
3 pl
αμφισβητούσαν (ε )
αμφισβήτησαν , αμφισβητήσαν (ε )
αμφισβητούνταν , {αμφισβητούντο } - αμφισβητιούνταν , (αμφισβητιόντουσαν )
αμφισβητήθηκαν , αμφισβητηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αμφισβητώ ➤
θα αμφισβητήσω ➤
θα αμφισβητούμαι - αμφισβητιέμαι ➤
θα αμφισβητηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αμφισβητείς , …
θα αμφισβητήσεις , …
θα αμφισβητείσαι - αμφισβητιέσαι , …
θα αμφισβητηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αμφισβητήσει έχω, έχεις, … αμφισβητημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αμφισβητηθεί είμαι , είσαι , … αμφισβητημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αμφισβητήσει είχα, είχες, … αμφισβητημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αμφισβητηθεί ήμουν , ήσουν , … αμφισβητημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αμφισβητήσει θα έχω, θα έχεις, … αμφισβητημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αμφισβητηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αμφισβητημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αμφισβήτησε
—
αμφισβητήσου
2 pl
αμφισβητείτε
αμφισβητήστε
αμφισβητείστε - αμφισβητιέστε
αμφισβητηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αμφισβητώντας ➤
αμφισβητούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αμφισβητήσει ➤
αμφισβητημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αμφισβητήσει
αμφισβητηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The passive forms with -ιέμαι , -ιόμουν are less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.