Jump to content

αμφισβήτηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμφισβήτηση (amfisvítisif (plural αμφισβητήσεις)

  1. contest, dispute, controversy

Declension

[edit]
singular plural
nominative αμφισβήτηση (amfisvítisi) αμφισβητήσεις (amfisvitíseis)
genitive αμφισβήτησης (amfisvítisis) αμφισβητήσεων (amfisvitíseon)
accusative αμφισβήτηση (amfisvítisi) αμφισβητήσεις (amfisvitíseis)
vocative αμφισβήτηση (amfisvítisi) αμφισβητήσεις (amfisvitíseis)

Older or formal genitive singular: αμφισβητήσεως (amfisvitíseos)

[edit]