Jump to content

αμφικτυονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμφικτυονικός (amfiktyonikósm (feminine αμφικτυονική, neuter αμφικτυονικό)

  1. Alternative form of αμφικτιονικός (amfiktionikós)

Declension

[edit]
Declension of αμφικτυονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφικτυονικός (amfiktyonikós) αμφικτυονική (amfiktyonikí) αμφικτυονικό (amfiktyonikó) αμφικτυονικοί (amfiktyonikoí) αμφικτυονικές (amfiktyonikés) αμφικτυονικά (amfiktyoniká)
genitive αμφικτυονικού (amfiktyonikoú) αμφικτυονικής (amfiktyonikís) αμφικτυονικού (amfiktyonikoú) αμφικτυονικών (amfiktyonikón) αμφικτυονικών (amfiktyonikón) αμφικτυονικών (amfiktyonikón)
accusative αμφικτυονικό (amfiktyonikó) αμφικτυονική (amfiktyonikí) αμφικτυονικό (amfiktyonikó) αμφικτυονικούς (amfiktyonikoús) αμφικτυονικές (amfiktyonikés) αμφικτυονικά (amfiktyoniká)
vocative αμφικτυονικέ (amfiktyoniké) αμφικτυονική (amfiktyonikí) αμφικτυονικό (amfiktyonikó) αμφικτυονικοί (amfiktyonikoí) αμφικτυονικές (amfiktyonikés) αμφικτυονικά (amfiktyoniká)