αμφικτιονικός
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αμφικτυονικός (amfiktyonikós)
Adjective
[edit]αμφικτιονικός • (amfiktionikós) m (feminine αμφικτιονική, neuter αμφικτιονικό)
- amphictyonic, relating to the amphictyony
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμφικτιονικός (amfiktionikós) | αμφικτιονική (amfiktionikí) | αμφικτιονικό (amfiktionikó) | αμφικτιονικοί (amfiktionikoí) | αμφικτιονικές (amfiktionikés) | αμφικτιονικά (amfiktioniká) | |
genitive | αμφικτιονικού (amfiktionikoú) | αμφικτιονικής (amfiktionikís) | αμφικτιονικού (amfiktionikoú) | αμφικτιονικών (amfiktionikón) | αμφικτιονικών (amfiktionikón) | αμφικτιονικών (amfiktionikón) | |
accusative | αμφικτιονικό (amfiktionikó) | αμφικτιονική (amfiktionikí) | αμφικτιονικό (amfiktionikó) | αμφικτιονικούς (amfiktionikoús) | αμφικτιονικές (amfiktionikés) | αμφικτιονικά (amfiktioniká) | |
vocative | αμφικτιονικέ (amfiktioniké) | αμφικτιονική (amfiktionikí) | αμφικτιονικό (amfiktionikó) | αμφικτιονικοί (amfiktionikoí) | αμφικτιονικές (amfiktionikés) | αμφικτιονικά (amfiktioniká) |
Related terms
[edit]- see: αμφικτυονία f (amfiktyonía, “amphictyony”)
Further reading
[edit]- Αμφικτυονία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el