Jump to content

αμφιβολία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀμφιβολία (amphibolía).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɱ.fi.voˈli.a/
  • Hyphenation: αμ‧φι‧βο‧λί‧α

Noun

[edit]

αμφιβολία (amfivolíaf (plural αμφιβολίες)

  1. doubt, uncertainty

Declension

[edit]
Declension of αμφιβολία
singular plural
nominative αμφιβολία (amfivolía) αμφιβολίες (amfivolíes)
genitive αμφιβολίας (amfivolías) αμφιβολιών (amfivolión)
accusative αμφιβολία (amfivolía) αμφιβολίες (amfivolíes)
vocative αμφιβολία (amfivolía) αμφιβολίες (amfivolíes)
[edit]

Further reading

[edit]