Jump to content

αμετάπειστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμετάπειστος (ametápeistosm (feminine αμετάπειστη, neuter αμετάπειστο)

  1. unconvinced, unpersuaded, not convinced
  2. unconvinceable, unpersuadable

Declension

[edit]
Declension of αμετάπειστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμετάπειστος (ametápeistos) αμετάπειστη (ametápeisti) αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστοι (ametápeistoi) αμετάπειστες (ametápeistes) αμετάπειστα (ametápeista)
genitive αμετάπειστου (ametápeistou) αμετάπειστης (ametápeistis) αμετάπειστου (ametápeistou) αμετάπειστων (ametápeiston) αμετάπειστων (ametápeiston) αμετάπειστων (ametápeiston)
accusative αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστη (ametápeisti) αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστους (ametápeistous) αμετάπειστες (ametápeistes) αμετάπειστα (ametápeista)
vocative αμετάπειστε (ametápeiste) αμετάπειστη (ametápeisti) αμετάπειστο (ametápeisto) αμετάπειστοι (ametápeistoi) αμετάπειστες (ametápeistes) αμετάπειστα (ametápeista)
[edit]