αμετάπειστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμετάπειστος • (ametápeistos) m (feminine αμετάπειστη, neuter αμετάπειστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμετάπειστος (ametápeistos) | αμετάπειστη (ametápeisti) | αμετάπειστο (ametápeisto) | αμετάπειστοι (ametápeistoi) | αμετάπειστες (ametápeistes) | αμετάπειστα (ametápeista) | |
genitive | αμετάπειστου (ametápeistou) | αμετάπειστης (ametápeistis) | αμετάπειστου (ametápeistou) | αμετάπειστων (ametápeiston) | αμετάπειστων (ametápeiston) | αμετάπειστων (ametápeiston) | |
accusative | αμετάπειστο (ametápeisto) | αμετάπειστη (ametápeisti) | αμετάπειστο (ametápeisto) | αμετάπειστους (ametápeistous) | αμετάπειστες (ametápeistes) | αμετάπειστα (ametápeista) | |
vocative | αμετάπειστε (ametápeiste) | αμετάπειστη (ametápeisti) | αμετάπειστο (ametápeisto) | αμετάπειστοι (ametápeistoi) | αμετάπειστες (ametápeistes) | αμετάπειστα (ametápeista) |
Related terms
[edit]- πείθω (peítho, “to convince”)