αμετάδοτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμετάδοτος • (ametádotos) m (feminine αμετάδοτη, neuter αμετάδοτο)
- (medicine) non-contagious, noncontagious (disease)
- incommunicable (concepts, ideas)
Declension
[edit]Declension of αμετάδοτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμετάδοτος • | αμετάδοτη • | αμετάδοτο • | αμετάδοτοι • | αμετάδοτες • | αμετάδοτα • |
genitive | αμετάδοτου • | αμετάδοτης • | αμετάδοτου • | αμετάδοτων • | αμετάδοτων • | αμετάδοτων • |
accusative | αμετάδοτο • | αμετάδοτη • | αμετάδοτο • | αμετάδοτους • | αμετάδοτες • | αμετάδοτα • |
vocative | αμετάδοτε • | αμετάδοτη • | αμετάδοτο • | αμετάδοτοι • | αμετάδοτες • | αμετάδοτα • |
Coordinate terms
[edit]- αμετάθετος (ametáthetos, “untransferable”)
Related terms
[edit]- μεταδίδω (metadído, “to transmit, to communicate”)