Jump to content

αμετάθετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμετάθετος (ametáthetosm (feminine αμετάθετη, neuter αμετάθετο)

  1. untransferable
  2. untransferred

Declension

[edit]
Declension of αμετάθετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμετάθετοος (ametáthetoos) αμετάθετοη (ametáthetoï) αμετάθετοο (ametáthetoo) αμετάθετοοι (ametáthetooi) αμετάθετοες (ametáthetoes) αμετάθετοα (ametáthetoa)
genitive αμετάθετοου (ametáthetoou) αμετάθετοης (ametáthetoïs) αμετάθετοου (ametáthetoou) αμετάθετοων (ametáthetoon) αμετάθετοων (ametáthetoon) αμετάθετοων (ametáthetoon)
accusative αμετάθετοο (ametáthetoo) αμετάθετοη (ametáthetoï) αμετάθετοο (ametáthetoo) αμετάθετοους (ametáthetoous) αμετάθετοες (ametáthetoes) αμετάθετοα (ametáthetoa)
vocative αμετάθετοε (ametáthetoe) αμετάθετοη (ametáthetoï) αμετάθετοο (ametáthetoo) αμετάθετοοι (ametáthetooi) αμετάθετοες (ametáthetoes) αμετάθετοα (ametáthetoa)

Coordinate terms

[edit]