Jump to content

αμείλιχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμείλιχτος (ameílichtosm (feminine αμείλιχτη, neuter αμείλιχτο)

  1. Alternative form of αμείλικτος (ameíliktos)

Declension

[edit]
Declension of αμείλιχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμείλιχτος (ameílichtos) αμείλιχτη (ameílichti) αμείλιχτο (ameílichto) αμείλιχτοι (ameílichtoi) αμείλιχτες (ameílichtes) αμείλιχτα (ameílichta)
genitive αμείλιχτου (ameílichtou) αμείλιχτης (ameílichtis) αμείλιχτου (ameílichtou) αμείλιχτων (ameílichton) αμείλιχτων (ameílichton) αμείλιχτων (ameílichton)
accusative αμείλιχτο (ameílichto) αμείλιχτη (ameílichti) αμείλιχτο (ameílichto) αμείλιχτους (ameílichtous) αμείλιχτες (ameílichtes) αμείλιχτα (ameílichta)
vocative αμείλιχτε (ameílichte) αμείλιχτη (ameílichti) αμείλιχτο (ameílichto) αμείλιχτοι (ameílichtoi) αμείλιχτες (ameílichtes) αμείλιχτα (ameílichta)