αμείλικτος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αμείλιχτος (ameílichtos)
Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἀμείλικτος (ameíliktos).
Adjective
[edit]αμείλικτος • (ameíliktos) m (feminine αμείλικτη, neuter αμείλικτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμείλικτος (ameíliktos) | αμείλικτη (ameílikti) | αμείλικτο (ameílikto) | αμείλικτοι (ameíliktoi) | αμείλικτες (ameíliktes) | αμείλικτα (ameílikta) | |
genitive | αμείλικτου (ameíliktou) | αμείλικτης (ameíliktis) | αμείλικτου (ameíliktou) | αμείλικτων (ameílikton) | αμείλικτων (ameílikton) | αμείλικτων (ameílikton) | |
accusative | αμείλικτο (ameílikto) | αμείλικτη (ameílikti) | αμείλικτο (ameílikto) | αμείλικτους (ameíliktous) | αμείλικτες (ameíliktes) | αμείλικτα (ameílikta) | |
vocative | αμείλικτε (ameílikte) | αμείλικτη (ameílikti) | αμείλικτο (ameílikto) | αμείλικτοι (ameíliktoi) | αμείλικτες (ameíliktes) | αμείλικτα (ameílikta) |
Related terms
[edit]- αμείλικτα (ameílikta, “inexorably, mercilessly”)