Jump to content

αμείλικτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἀμείλικτος (ameíliktos).

Adjective

[edit]

αμείλικτος (ameíliktosm (feminine αμείλικτη, neuter αμείλικτο)

  1. merciless, pitiless
  2. harsh, cruel
  3. inexorable, relentless

Declension

[edit]
Declension of αμείλικτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμείλικτος (ameíliktos) αμείλικτη (ameílikti) αμείλικτο (ameílikto) αμείλικτοι (ameíliktoi) αμείλικτες (ameíliktes) αμείλικτα (ameílikta)
genitive αμείλικτου (ameíliktou) αμείλικτης (ameíliktis) αμείλικτου (ameíliktou) αμείλικτων (ameílikton) αμείλικτων (ameílikton) αμείλικτων (ameílikton)
accusative αμείλικτο (ameílikto) αμείλικτη (ameílikti) αμείλικτο (ameílikto) αμείλικτους (ameíliktous) αμείλικτες (ameíliktes) αμείλικτα (ameílikta)
vocative αμείλικτε (ameílikte) αμείλικτη (ameílikti) αμείλικτο (ameílikto) αμείλικτοι (ameíliktoi) αμείλικτες (ameíliktes) αμείλικτα (ameílikta)
[edit]