αμαρτωλότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αμαρτωλός (amartolós, “sinful”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
[edit]αμαρτωλότητα • (amartolótita) f (plural αμαρτωλότητες)
Declension
[edit]Declension of αμαρτωλότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμαρτωλότητα • | αμαρτωλότητες • |
genitive | αμαρτωλότητας • | αμαρτωλοτήτων • |
accusative | αμαρτωλότητα • | αμαρτωλότητες • |
vocative | αμαρτωλότητα • | αμαρτωλότητες • |
Related terms
[edit]- see: αμαρτία f (amartía, “sin”)