αμαξωτός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμαξωτός (amaxotósm (feminine αμαξωτή, neuter αμαξωτό)

  1. Alternative form of αμαξιτός (amaxitós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμαξωτός (amaxotós) αμαξωτή (amaxotí) αμαξωτό (amaxotó) αμαξωτοί (amaxotoí) αμαξωτές (amaxotés) αμαξωτά (amaxotá)
genitive αμαξωτού (amaxotoú) αμαξωτής (amaxotís) αμαξωτού (amaxotoú) αμαξωτών (amaxotón) αμαξωτών (amaxotón) αμαξωτών (amaxotón)
accusative αμαξωτό (amaxotó) αμαξωτή (amaxotí) αμαξωτό (amaxotó) αμαξωτούς (amaxotoús) αμαξωτές (amaxotés) αμαξωτά (amaxotá)
vocative αμαξωτέ (amaxoté) αμαξωτή (amaxotí) αμαξωτό (amaxotó) αμαξωτοί (amaxotoí) αμαξωτές (amaxotés) αμαξωτά (amaxotá)
[edit]
  • see: άμαξα f (ámaxa, coach, carriage)