Jump to content

αμαξιτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αμαξιτός (amaxitósm (feminine αμαξιτή, neuter αμαξιτό)

  1. driveable, suitable for vehicles (of a road)
    αμαξιτός δρόμοςamaxitós drómosrough road (literally, “coach road”)

Declension

[edit]
Declension of αμαξιτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμαξιτός (amaxitós) αμαξιτή (amaxití) αμαξιτό (amaxitó) αμαξιτοί (amaxitoí) αμαξιτές (amaxités) αμαξιτά (amaxitá)
genitive αμαξιτού (amaxitoú) αμαξιτής (amaxitís) αμαξιτού (amaxitoú) αμαξιτών (amaxitón) αμαξιτών (amaxitón) αμαξιτών (amaxitón)
accusative αμαξιτό (amaxitó) αμαξιτή (amaxití) αμαξιτό (amaxitó) αμαξιτούς (amaxitoús) αμαξιτές (amaxités) αμαξιτά (amaxitá)
vocative αμαξιτέ (amaxité) αμαξιτή (amaxití) αμαξιτό (amaxitó) αμαξιτοί (amaxitoí) αμαξιτές (amaxités) αμαξιτά (amaxitá)
[edit]
  • see: άμαξα f (ámaxa, coach, carriage)

Noun

[edit]

αμαξιτός (amaxitósm (plural αμαξιτοί)

  1. metalled road (suitable for vehicles)
  2. main road (not a track)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αμαξιτός (amaxitós) αμαξιτοί (amaxitoí)
genitive αμαξιτού (amaxitoú) αμαξιτών (amaxitón)
accusative αμαξιτό (amaxitó) αμαξιτούς (amaxitoús)
vocative αμαξιτέ (amaxité) αμαξιτοί (amaxitoí)