Jump to content

αλλόφυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀλλόφυλος (allóphulos).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αλλόφυλος (allófylosm (feminine αλλόφυλη, neuter αλλόφυλο)

  1. of another race, foreign, alien

Declension

[edit]
Declension of αλλόφυλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλόφυλος (allófylos) αλλόφυλη (allófyli) αλλόφυλο (allófylo) αλλόφυλοι (allófyloi) αλλόφυλες (allófyles) αλλόφυλα (allófyla)
genitive αλλόφυλου (allófylou) αλλόφυλης (allófylis) αλλόφυλου (allófylou) αλλόφυλων (allófylon) αλλόφυλων (allófylon) αλλόφυλων (allófylon)
accusative αλλόφυλο (allófylo) αλλόφυλη (allófyli) αλλόφυλο (allófylo) αλλόφυλους (allófylous) αλλόφυλες (allófyles) αλλόφυλα (allófyla)
vocative αλλόφυλε (allófyle) αλλόφυλη (allófyli) αλλόφυλο (allófylo) αλλόφυλοι (allófyloi) αλλόφυλες (allófyles) αλλόφυλα (allófyla)

Synonyms

[edit]