Jump to content

αλλοίθωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλλοίθωρος (alloíthorosm (feminine αλλοίθωρη, neuter αλλοίθωρο)

  1. Alternative form of αλλήθωρος (allíthoros)

Declension

[edit]
Declension of αλλοίθωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλοίθωρος (alloíthoros) αλλοίθωρη (alloíthori) αλλοίθωρο (alloíthoro) αλλοίθωροι (alloíthoroi) αλλοίθωρες (alloíthores) αλλοίθωρα (alloíthora)
genitive αλλοίθωρου (alloíthorou) αλλοίθωρης (alloíthoris) αλλοίθωρου (alloíthorou) αλλοίθωρων (alloíthoron) αλλοίθωρων (alloíthoron) αλλοίθωρων (alloíthoron)
accusative αλλοίθωρο (alloíthoro) αλλοίθωρη (alloíthori) αλλοίθωρο (alloíthoro) αλλοίθωρους (alloíthorous) αλλοίθωρες (alloíthores) αλλοίθωρα (alloíthora)
vocative αλλοίθωρε (alloíthore) αλλοίθωρη (alloíthori) αλλοίθωρο (alloíthoro) αλλοίθωροι (alloíthoroi) αλλοίθωρες (alloíthores) αλλοίθωρα (alloíthora)