Jump to content

αλλήθωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αλλήθωρος (allíthorosm (feminine αλλήθωρη, neuter αλλήθωρο)

  1. cross-eyed, having a squint
  2. (ophthalmology) suffering from strabismus

Declension

[edit]
Declension of αλλήθωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλήθωρος (allíthoros) αλλήθωρη (allíthori) αλλήθωρο (allíthoro) αλλήθωροι (allíthoroi) αλλήθωρες (allíthores) αλλήθωρα (allíthora)
genitive αλλήθωρου (allíthorou) αλλήθωρης (allíthoris) αλλήθωρου (allíthorou) αλλήθωρων (allíthoron) αλλήθωρων (allíthoron) αλλήθωρων (allíthoron)
accusative αλλήθωρο (allíthoro) αλλήθωρη (allíthori) αλλήθωρο (allíthoro) αλλήθωρους (allíthorous) αλλήθωρες (allíthores) αλλήθωρα (allíthora)
vocative αλλήθωρε (allíthore) αλλήθωρη (allíthori) αλλήθωρο (allíthoro) αλλήθωροι (allíthoroi) αλλήθωρες (allíthores) αλλήθωρα (allíthora)
[edit]