Jump to content

αλληλοκτόνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλο- (allilo-, reciprocal, mutual) +‎ -κτόνος (-któnos, killer, killing)

Adjective

[edit]

αλληλοκτόνος (alliloktónosm (feminine αλληλοκτόνα, neuter αλληλοκτόνο)

  1. mutually exterminating, internecine

Declension

[edit]
Declension of αλληλοκτόνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλληλοκτόνος (alliloktónos) αλληλοκτόνα (alliloktóna) αλληλοκτόνο (alliloktóno) αλληλοκτόνοι (alliloktónoi) αλληλοκτόνες (alliloktónes) αλληλοκτόνα (alliloktóna)
genitive αλληλοκτόνου (alliloktónou) αλληλοκτόνας (alliloktónas) αλληλοκτόνου (alliloktónou) αλληλοκτόνων (alliloktónon) αλληλοκτόνων (alliloktónon) αλληλοκτόνων (alliloktónon)
accusative αλληλοκτόνο (alliloktóno) αλληλοκτόνα (alliloktóna) αλληλοκτόνο (alliloktóno) αλληλοκτόνους (alliloktónous) αλληλοκτόνες (alliloktónes) αλληλοκτόνα (alliloktóna)
vocative αλληλοκτόνε (alliloktóne) αλληλοκτόνα (alliloktóna) αλληλοκτόνο (alliloktóno) αλληλοκτόνοι (alliloktónoi) αλληλοκτόνες (alliloktónes) αλληλοκτόνα (alliloktóna)

Synonyms

[edit]