αλληλοκτόνος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + -κτόνος (-któnos, “killer, killing”)
Adjective
[edit]αλληλοκτόνος • (alliloktónos) m (feminine αλληλοκτόνα, neuter αλληλοκτόνο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλληλοκτόνος (alliloktónos) | αλληλοκτόνα (alliloktóna) | αλληλοκτόνο (alliloktóno) | αλληλοκτόνοι (alliloktónoi) | αλληλοκτόνες (alliloktónes) | αλληλοκτόνα (alliloktóna) | |
genitive | αλληλοκτόνου (alliloktónou) | αλληλοκτόνας (alliloktónas) | αλληλοκτόνου (alliloktónou) | αλληλοκτόνων (alliloktónon) | αλληλοκτόνων (alliloktónon) | αλληλοκτόνων (alliloktónon) | |
accusative | αλληλοκτόνο (alliloktóno) | αλληλοκτόνα (alliloktóna) | αλληλοκτόνο (alliloktóno) | αλληλοκτόνους (alliloktónous) | αλληλοκτόνες (alliloktónes) | αλληλοκτόνα (alliloktóna) | |
vocative | αλληλοκτόνε (alliloktóne) | αλληλοκτόνα (alliloktóna) | αλληλοκτόνο (alliloktóno) | αλληλοκτόνοι (alliloktónoi) | αλληλοκτόνες (alliloktónes) | αλληλοκτόνα (alliloktóna) |
Synonyms
[edit]- αλληλοεξοντωτικός (alliloexontotikós)