Jump to content

αλληλοδιδασκαλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλο- (allilo-, reciprocal, mutual) +‎ διδασκαλία (didaskalía, teaching)

Noun

[edit]

αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalíaf (plural αλληλοδιδασκαλίες)

  1. mutual teaching

Declension

[edit]
Declension of αλληλοδιδασκαλία
singular plural
nominative αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalía) αλληλοδιδασκαλίες (allilodidaskalíes)
genitive αλληλοδιδασκαλίας (allilodidaskalías) αλληλοδιδασκαλιών (allilodidaskalión)
accusative αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalía) αλληλοδιδασκαλίες (allilodidaskalíes)
vocative αλληλοδιδασκαλία (allilodidaskalía) αλληλοδιδασκαλίες (allilodidaskalíes)
[edit]

Further reading

[edit]