αλληλοδιδασκαλία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλληλο- (allilo-, “reciprocal, mutual”) + διδασκαλία (didaskalía, “teaching”)
Noun
[edit]αλληλοδιδασκαλία • (allilodidaskalía) f (plural αλληλοδιδασκαλίες)
Declension
[edit]Declension of αλληλοδιδασκαλία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλοδιδασκαλία • | αλληλοδιδασκαλίες • |
genitive | αλληλοδιδασκαλίας • | αλληλοδιδασκαλιών • |
accusative | αλληλοδιδασκαλία • | αλληλοδιδασκαλίες • |
vocative | αλληλοδιδασκαλία • | αλληλοδιδασκαλίες • |
Related terms
[edit]- διδασκαλία f (didaskalía, “teaching”)
Further reading
[edit]- Διδασκαλία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el