Jump to content

αλληγορία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Koine Greek ἀλληγορία (allēgoría).

Noun

[edit]

αλληγορία (alligoríaf (plural αλληγορίες)

  1. allegory

Declension

[edit]
Declension of αλληγορία
singular plural
nominative αλληγορία (alligoría) αλληγορίες (alligoríes)
genitive αλληγορίας (alligorías) αλληγοριών (alligorión)
accusative αλληγορία (alligoría) αλληγορίες (alligoríes)
vocative αλληγορία (alligoría) αλληγορίες (alligoríes)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]