αλλαντοπώλισσα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλλαντοπώλισσα (allantopólissaf (plural αλλαντοπώλισσες, masculine αλλαντοπώλης)

  1. shopkeeper selling sausages, salami, etc

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλλαντοπώλισσα (allantopólissa) αλλαντοπώλισσες (allantopólisses)
genitive αλλαντοπώλισσας (allantopólissas) αλλαντοπωλισσών (allantopolissón)
accusative αλλαντοπώλισσα (allantopólissa) αλλαντοπώλισσες (allantopólisses)
vocative αλλαντοπώλισσα (allantopólissa) αλλαντοπώλισσες (allantopólisses)
[edit]