Jump to content

αλησμόνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἀλησμόνητος (alēsmónētos). By surface analysis, α- (a-) +‎ λησμονώ (lismonó) +‎ -τος (-tos).

Adjective

[edit]

αλησμόνητος (alismónitosm

  1. memorable, unforgettable
  2. unforgotten

Declension

[edit]
Declension of αλησμόνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλησμόνητος (alismónitos) αλησμόνητη (alismóniti) αλησμόνητο (alismónito) αλησμόνητοι (alismónitoi) αλησμόνητες (alismónites) αλησμόνητα (alismónita)
genitive αλησμόνητου (alismónitou) αλησμόνητης (alismónitis) αλησμόνητου (alismónitou) αλησμόνητων (alismóniton) αλησμόνητων (alismóniton) αλησμόνητων (alismóniton)
accusative αλησμόνητο (alismónito) αλησμόνητη (alismóniti) αλησμόνητο (alismónito) αλησμόνητους (alismónitous) αλησμόνητες (alismónites) αλησμόνητα (alismónita)
vocative αλησμόνητε (alismónite) αλησμόνητη (alismóniti) αλησμόνητο (alismónito) αλησμόνητοι (alismónitoi) αλησμόνητες (alismónites) αλησμόνητα (alismónita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλησμόνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλησμόνητος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]