Jump to content

άληστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)

Adjective

[edit]

άληστος (álistosm (feminine άληστος, neuter άληστον)

  1. (literary) memorable, unforgettable, unforgotten

Declension

[edit]
Declension of άληστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άληστος (álistos) άληστος (álistos) άληστον (áliston) άληστοι (álistoi) άληστοι (álistoi) άληστα (álista)
genitive άληστου (álistou) άληστου (álistou) άληστου (álistou) άληστων (áliston) άληστων (áliston) άληστων (áliston)
accusative άληστο (álisto) άληστο (álisto) άληστον (áliston) άληστους (álistous) άληστους (álistous) άληστα (álista)
vocative άληστε (áliste) άληστε (áliste) άληστον (áliston) άληστοι (álistoi) άληστοι (álistoi) άληστα (álista)

Synonyms

[edit]
[edit]