αλευροβιομηχανία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλευροβιομηχανία (alevroviomichaníaf (plural αλευροβιομηχανίες)

  1. flour industry

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλευροβιομηχανία (alevroviomichanía) αλευροβιομηχανίες (alevroviomichaníes)
genitive αλευροβιομηχανίας (alevroviomichanías) αλευροβιομηχανιών (alevroviomichanión)
accusative αλευροβιομηχανία (alevroviomichanía) αλευροβιομηχανίες (alevroviomichaníes)
vocative αλευροβιομηχανία (alevroviomichanía) αλευροβιομηχανίες (alevroviomichaníes)

Synonyms

[edit]
[edit]
  • and see: αλέθω (alétho, to grind, to mill)