Jump to content

αλατοποιείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλατοποιείο (alatopoieíon (plural αλατοποιεία)

  1. salt works, saltworks

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλατοποιείο (alatopoieío) αλατοποιεία (alatopoieía)
genitive αλατοποιείου (alatopoieíou) αλατοποιείων (alatopoieíon)
accusative αλατοποιείο (alatopoieío) αλατοποιεία (alatopoieía)
vocative αλατοποιείο (alatopoieío) αλατοποιεία (alatopoieía)
[edit]