Jump to content

ακρυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακρυλικός (akrylikósm (feminine ακρυλική, neuter ακρυλικό)

  1. (organic chemistry) acrylic

Declension

[edit]
Declension of ακρυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακρυλικός (akrylikós) ακρυλική (akrylikí) ακρυλικό (akrylikó) ακρυλικοί (akrylikoí) ακρυλικές (akrylikés) ακρυλικά (akryliká)
genitive ακρυλικού (akrylikoú) ακρυλικής (akrylikís) ακρυλικού (akrylikoú) ακρυλικών (akrylikón) ακρυλικών (akrylikón) ακρυλικών (akrylikón)
accusative ακρυλικό (akrylikó) ακρυλική (akrylikí) ακρυλικό (akrylikó) ακρυλικούς (akrylikoús) ακρυλικές (akrylikés) ακρυλικά (akryliká)
vocative ακρυλικέ (akryliké) ακρυλική (akrylikí) ακρυλικό (akrylikó) ακρυλικοί (akrylikoí) ακρυλικές (akrylikés) ακρυλικά (akryliká)
[edit]