ακρυλικό οξύ
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ακρυλικό οξύ • (akrylikó oxý) n (uncountable)
Synonyms
[edit]- προπενικό οξύ (propenikó oxý)
Further reading
[edit]- Προπενικό οξύ on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ακρυλικό οξύ • (akrylikó oxý) n (uncountable)