Jump to content

ακροβατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακροβατικός (akrovatikósm (feminine ακροβατική, neuter ακροβατικό)

  1. acrobatic

Declension

[edit]
Declension of ακροβατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακροβατικός (akrovatikós) ακροβατική (akrovatikí) ακροβατικό (akrovatikó) ακροβατικοί (akrovatikoí) ακροβατικές (akrovatikés) ακροβατικά (akrovatiká)
genitive ακροβατικού (akrovatikoú) ακροβατικής (akrovatikís) ακροβατικού (akrovatikoú) ακροβατικών (akrovatikón) ακροβατικών (akrovatikón) ακροβατικών (akrovatikón)
accusative ακροβατικό (akrovatikó) ακροβατική (akrovatikí) ακροβατικό (akrovatikó) ακροβατικούς (akrovatikoús) ακροβατικές (akrovatikés) ακροβατικά (akrovatiká)
vocative ακροβατικέ (akrovatiké) ακροβατική (akrovatikí) ακροβατικό (akrovatikó) ακροβατικοί (akrovatikoí) ακροβατικές (akrovatikés) ακροβατικά (akrovatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακροβατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακροβατικός, etc.)

[edit]