ακροβατικά
Appearance
Greek
[edit]Adverb
[edit]ακροβατικά • (akrovatiká)
Related terms
[edit]- ακροβατικός (akrovatikós, “acrobatic”)
- see: ακροβασία f (akrovasía, “acrobatics”)
Noun
[edit]ακροβατικά • (akrovatiká) n pl
Declension
[edit]- see: ακροβατικός (akrovatikós)