Jump to content

ακοινώνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακοινώνητος (akoinónitosm (feminine ακοινώνητη, neuter ακοινώνητο)

  1. unsociable
    Synonym: αντικοινωνικός (antikoinonikós)
    Antonym: κοινωνικός (koinonikós)
  2. (Christianity) not taking communion; excluded from communion

Declension

[edit]
Declension of ακοινώνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοινώνητος (akoinónitos) ακοινώνητη (akoinóniti) ακοινώνητο (akoinónito) ακοινώνητοι (akoinónitoi) ακοινώνητες (akoinónites) ακοινώνητα (akoinónita)
genitive ακοινώνητου (akoinónitou) ακοινώνητης (akoinónitis) ακοινώνητου (akoinónitou) ακοινώνητων (akoinóniton) ακοινώνητων (akoinóniton) ακοινώνητων (akoinóniton)
accusative ακοινώνητο (akoinónito) ακοινώνητη (akoinóniti) ακοινώνητο (akoinónito) ακοινώνητους (akoinónitous) ακοινώνητες (akoinónites) ακοινώνητα (akoinónita)
vocative ακοινώνητε (akoinónite) ακοινώνητη (akoinóniti) ακοινώνητο (akoinónito) ακοινώνητοι (akoinónitoi) ακοινώνητες (akoinónites) ακοινώνητα (akoinónita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακοινώνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακοινώνητος, etc.)

Antonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]