From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.ci.ni.to.piˈo/
Hyphenation: α‧κι‧νη‧το‧ποι‧ώ
ακινητοποιώ • (akinitopoió ) (past ακινητοποίησα , passive ακινητοποιούμαι , p‑past ακινητοποιήθηκα , ppp ακινητοποιημένος )
to immobilise ( UK ) , immobilize ( US )
to overpower
ακινητοποιώ , ακινητοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ακινητοποιώ
ακινητοποιήσω
ακινητοποιούμαι
ακινητοποιηθώ
2 sg
ακινητοποιείς
ακινητοποιήσεις
ακινητοποιείσαι
ακινητοποιηθείς
3 sg
ακινητοποιεί
ακινητοποιήσει
ακινητοποιείται
ακινητοποιηθεί
1 pl
ακινητοποιούμε
ακινητοποιήσουμε , [-ομε ]
ακινητοποιούμαστε , ακινητοποιόμαστε
ακινητοποιηθούμε
2 pl
ακινητοποιείτε
ακινητοποιήσετε
ακινητοποιείστε , (ακινητοποιόσαστε )
ακινητοποιηθείτε
3 pl
ακινητοποιούν (ε )
ακινητοποιήσουν (ε )
ακινητοποιούνται
ακινητοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ακινητοποιούσα
ακινητοποίησα
ακινητοποιούμουν (α ), ακινητοποιόμουν (α )
ακινητοποιήθηκα
2 sg
ακινητοποιούσες
ακινητοποίησες
[ακινητοποιούσουν (α )], ακινητοποιόσουν (α )
ακινητοποιήθηκες
3 sg
ακινητοποιούσε
ακινητοποίησε
ακινητοποιούνταν , ακινητοποιόταν (ε ), {ακινητοποιείτο }
ακινητοποιήθηκε
1 pl
ακινητοποιούσαμε
ακινητοποιήσαμε
ακινητοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), ακινητοποιόμασταν , (‑όμαστε )
ακινητοποιηθήκαμε
2 pl
ακινητοποιούσατε
ακινητοποιήσατε
[ακινητοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], ακινητοποιόσασταν , (‑όσαστε )
ακινητοποιηθήκατε
3 pl
ακινητοποιούσαν (ε )
ακινητοποίησαν , ακινητοποιήσαν (ε )
ακινητοποιούνταν , ακινητοποιόνταν (ε ), (ακινητοποιόντουσαν ), {ακινητοποιούντο }
ακινητοποιήθηκαν , ακινητοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ακινητοποιώ ➤
θα ακινητοποιήσω ➤
θα ακινητοποιούμαι ➤
θα ακινητοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ακινητοποιείς , …
θα ακινητοποιήσεις , …
θα ακινητοποιείσαι , …
θα ακινητοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ακινητοποιήσει έχω, έχεις, … ακινητοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ακινητοποιηθεί είμαι , είσαι , … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ακινητοποιήσει είχα, είχες, … ακινητοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ακινητοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
ακινητοποίησε
—
ακινητοποιήσου
2 pl
ακινητοποιείτε
ακινητοποιήστε
ακινητοποιείστε
ακινητοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ακινητοποιώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ακινητοποιήσει ➤
ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ακινητοποιήσει
ακινητοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: ακίνητος ( akínitos , “ fixed, immobile ” , adj )