ακινητοποιούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]ακινητοποιούμαι • (akinitopoioúmai) passive (past ακινητοποιήθηκα, ppp ακινητοποιημένος, active ακινητοποιώ)
- passive of ακινητοποιώ (akinitopoió)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
Related terms
[edit]- see: ακίνητος (akínitos, “fixed, immobile”, adj)