Jump to content

ακίνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακίνητος (akínitosm (feminine ακίνητη, neuter ακίνητο)

  1. immobile, fixed, static, immovable

Declension

[edit]
Declension of ακίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακίνητος (akínitos) ακίνητη (akíniti) ακίνητο (akínito) ακίνητοι (akínitoi) ακίνητες (akínites) ακίνητα (akínita)
genitive ακίνητου (akínitou) ακίνητης (akínitis) ακίνητου (akínitou) ακίνητων (akíniton) ακίνητων (akíniton) ακίνητων (akíniton)
accusative ακίνητο (akínito) ακίνητη (akíniti) ακίνητο (akínito) ακίνητους (akínitous) ακίνητες (akínites) ακίνητα (akínita)
vocative ακίνητε (akínite) ακίνητη (akíniti) ακίνητο (akínito) ακίνητοι (akínitoi) ακίνητες (akínites) ακίνητα (akínita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακίνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακίνητος, etc.)

[edit]