ακατάληκτος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀκατάληκτος (akatálēktos).
Adjective
[edit]ακατάληκτος • (akatáliktos) m (feminine ακατάληκτη, neuter ακατάληκτο)
- (grammar) without ending, without termination
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακατάληκτος (akatáliktos) | ακατάληκτη (akatálikti) | ακατάληκτο (akatálikto) | ακατάληκτοι (akatáliktoi) | ακατάληκτες (akatáliktes) | ακατάληκτα (akatálikta) | |
genitive | ακατάληκτου (akatáliktou) | ακατάληκτης (akatáliktis) | ακατάληκτου (akatáliktou) | ακατάληκτων (akatálikton) | ακατάληκτων (akatálikton) | ακατάληκτων (akatálikton) | |
accusative | ακατάληκτο (akatálikto) | ακατάληκτη (akatálikti) | ακατάληκτο (akatálikto) | ακατάληκτους (akatáliktous) | ακατάληκτες (akatáliktes) | ακατάληκτα (akatálikta) | |
vocative | ακατάληκτε (akatálikte) | ακατάληκτη (akatálikti) | ακατάληκτο (akatálikto) | ακατάληκτοι (akatáliktoi) | ακατάληκτες (akatáliktes) | ακατάληκτα (akatálikta) |
Synonyms
[edit]Related terms
[edit]- κατάληξη f (katálixi, “ending, result”)